- ἀεικίνητα
- ἀεικίνητοςin perpetual motionneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αείπλανος — ἀείπλανος, ον και ἀειπλανής, ές (Α) 1. αυτός που πλανιέται, που κινείται συνεχώς 2. φρ. «αείπλανα χείλη», αεικίνητα, φλύαρα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + πλανῶμαι] … Dictionary of Greek
αιολοσκόπος — αἰολοσκόπος, ον (Α) αυτός που έχει αεικίνητα μάτια, πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + σκοπός] … Dictionary of Greek